μόνωσις

Revision as of 17:45, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A solitariness, singleness, Pl.Ti.31 b, Ph.1.559; ἡ ἀπ' αὐτοῦ μ. separation from... Plu. Them. 10, cf. Porph.Abst.4.20.

German (Pape)

[Seite 206] ἡ, das Vereinzeln, Alleinlassen, Sp.; – das Alleinsein, Plat. Tim. 31 b; Verlassenheit, ἡ ἀπό τινος μόνωσις, Plut. Them. 10 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μόνωσις: ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις μόνος, «μοναξία», Πλάτ. Τίμ. 31Β. ἡ ἀπ’ αὐτοῦ μ., ἀπομόνωσις, ἀποχωρισμὸς ἀπό.., Πλουτ. Θεμ. 10.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
abandon, séparation.
Étymologie: μονόω.

Greek Monotonic

μόνωσις: ἡ (μονόω), μοναχικός, απομονωμένος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

μόνωσις: εως ἡ
1) единственность или единство (sc. τοῦ οὐρανοῦ Plat.);
2) разлука (ἀπό τινος Plut.).

Middle Liddell

μόνωσις, ιος, ἡ, μονόω
separation from, τινος, Plut.