μόνωσις

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόνωσις Medium diacritics: μόνωσις Low diacritics: μόνωσις Capitals: ΜΟΝΩΣΙΣ
Transliteration A: mónōsis Transliteration B: monōsis Transliteration C: monosis Beta Code: mo/nwsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, solitariness, singleness, Pl.Ti.31 b, Ph.1.559; ἡ ἀπ' αὐτοῦ μ. separation from... Plu. Them. 10, cf. Porph.Abst.4.20.

German (Pape)

[Seite 206] ἡ, das Vereinzeln, Alleinlassen, Sp.; – das Alleinsein, Plat. Tim. 31 b; Verlassenheit, ἡ ἀπό τινος μόνωσις, Plut. Them. 10 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
abandon, séparation.
Étymologie: μονόω.

Russian (Dvoretsky)

μόνωσις: εως ἡ
1 единственность или единство (sc. τοῦ οὐρανοῦ Plat.);
2 разлука (ἀπό τινος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μόνωσις: ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις μόνος, «μοναξία», Πλάτ. Τίμ. 31Β. ἡ ἀπ’ αὐτοῦ μ., ἀπομόνωσις, ἀποχωρισμὸς ἀπό.., Πλουτ. Θεμ. 10.

Greek Monotonic

μόνωσις: ἡ (μονόω), μοναχικός, απομονωμένος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

μόνωσις, ιος, ἡ, μονόω
separation from, τινος, Plut.