πίθηξ

Revision as of 17:45, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ῐ], ηκος, ὁ,

   A dwarf, Procop.Goth.4.24.    II = πίθηκος, Aesop.43b, Zonar.; = μιμώ, Suid.

German (Pape)

[Seite 614] ὁ, = πίθηκος, auch ein Zwerg, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

πίθηξ: [ῐ], -ηκος, ὁ, = πίθηκος, Ζωναρ.· ― ὡσαύτως = νᾶνος, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ηκος, ὁ, Α
1. πίθηκος
2. νάνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του πίθηκος κατά το σχήμα φύλαξ: φύλακος.