παίπαλον

Revision as of 17:50, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

τό, παίπαλά τε κρημνούς τε

   A steeps and crags, Call. Dian.194, cf. Sch.Ar.Nu.260.

Greek (Liddell-Scott)

παίπᾰλον: τό, ὄνομα οὐσιαστ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ παιπαλόεις, παίπαλά τε κρημνούς τε, ἀπότομα μέρη καὶ κρ., Καλλ. εἰς Ἄρτ. 194, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 261.

Greek Monolingual

παίπαλον, τὸ (Α)
απότομο, δύσβατο μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το επίθ. παιπαλόεις «τραχύς, απότομος» (βλ. λ. παιπάλη)].