περιείλησις

Revision as of 18:20, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A wrapping round, Herod.Med. ap. Orib.10.18.15, Sor.1.77,84(pl.).    2 revolution, [ἄστρων] Poll.4.156.

German (Pape)

[Seite 573] ἡ, das Herumwinden, Plut. Cat. mai. 13 l. d.

Greek (Liddell-Scott)

περιείλησις: -εως, ἡ, τὸ περιτυλίσσειν, Ὀρειβάσ. 308 Matth. 2) περιστροφή, περιστροφικὴ κίνησις, ἄστρων Πολυδ. Δ΄, 156, πρβλ. περιήλυσις.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d’enrouler.
Étymologie: περιειλέω.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α περιείλω
1. περιτύλιξη
2. περιστροφική κίνηση.

Russian (Dvoretsky)

περιείλησις: εος ἡ Plut. = περιήλυσις.