περιδίνητος

Revision as of 18:30, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A revolving, ἄξων PMag.Par.1.680.

German (Pape)

[Seite 573] im Kreise od. Wirbel herumgedreht, Sp.

Greek Monolingual

-ον, Α περιδινώ
αυτός που στρέφεται, που στροβιλίζεται σαν δίνηπεριδίνητος ἄξων», πάπ.).