πλεοναστός
English (LSJ)
ή, όν,
A numerous, ὑπὲρ τοὺς πατέρας LXXDe.30.5; dub.l. in ib.1 Ma.4.35.
Greek (Liddell-Scott)
πλεοναστός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὰ πάντα ἐν ἀφθονίᾳ, πλούσιος Ἑβδ. (Δευτερ. Λ΄, 5).
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α πλεονάζω
υπερπληθής, πολυάριθμος.