Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
-ές / ὑπερπληθής, -ές, ΝΜΑυπέρμετρα πολυπληθής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -πληθής (< πλῆθος), πρβλ. ἐμπληθής].