περιχαράκωμα

Revision as of 18:40, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ατος, τό,

   A entrenchment, Hsch. s.v. [[θρι[γκ]ός]], EM455.55.

German (Pape)

[Seite 600] τό, ein mit Pallisaden, Wällen, Mauern umgebener Ort, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

περιχᾰράκωμα: τό, χαράκωμα πέριξ τινός, Ἡσύχ. ἐν λ. θριγγός, Ἐτυμολ. Μέγ. 455, 55.

Greek Monolingual

τὸ, ΝΜΑ περιχαρακώ
νεοελλ.
η περιχαράκωση
μσν.-αρχ.
περιχαρακωμένος τόπος.