περιχαράκωση

From LSJ

Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein

Menander, Monostichoi, 138

Greek Monolingual

η, Ν
1. κατασκευή χαρακώματος γύρω από κάτι, οχύρωση
2. αποτελεσματική προστασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιχαρακώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].