ποδοπέδη
English (LSJ)
ἡ,
A fetter, Tz.H.1.891.
German (Pape)
[Seite 643] ἡ, Fußfessel, Nicet. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ποδοπέδη: ἡ, πέδη ποδῶν, δεσμὸς τῶν ποδῶν, Νικήτ. Χρον. 3. 3., 4. 2, Τζέτζ. Ἱστ. 1. 811.
Greek Monolingual
η, ΝΜ
νεοελλ.
το ποδόφρενο
μσν.
πέδη, δεσμά για τα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + πέδη «δεσμός» (πρβλ. χειρο-πέδη)].