πολυσχεράς

Revision as of 18:50, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A shingly, Euph.25.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
(για ακτή) αυτή που έχει πολλά χαλίκια («τύμβος ὑπὸ κνημοῖσι πολυσχέραδος Μυκόνοιο», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < πολυ- + σχερός «ακτή» + επίθημα -άς, -άδος].