πολυσχεράς

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυσχεράς Medium diacritics: πολυσχεράς Low diacritics: πολυσχεράς Capitals: ΠΟΛΥΣΧΕΡΑΣ
Transliteration A: polyscherás Transliteration B: polyscheras Transliteration C: polyscheras Beta Code: polusxera/s

English (LSJ)

πολυσχεράδος, ἡ, shingly, Euph.25.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
(για ακτή) αυτή που έχει πολλά χαλίκια («τύμβος ὑπὸ κνημοῖσι πολυσχέραδος Μυκόνοιο», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < πολυ- + σχερός «ακτή» + επίθημα -άς, -άδος].