προικοφόρος

Revision as of 19:09, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ, =

   A dotata, Gloss.

German (Pape)

[Seite 725] Aussteuer bringend (?).

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
1. (το αρσ.) ο πατέρας που προικίζει τη νύφη
2. το θηλ. νύφη με προίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, -οικός + -φόρος].