συνοπάζομαι

Revision as of 20:13, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A accompany, S.Fr.373.5 (v.l. συμπλάζεται), dub. in Rev.Et.Anc.31.311 (Thrace).

Greek (Liddell-Scott)

συνοπάζομαι: Παθ., = συνοπαδέω, ἴδε συμπλάζομαι.

Greek Monolingual

Α
συνοδεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὀπάζω «καταδιώκω, κυνηγώ»].

Russian (Dvoretsky)

συνοπάζομαι: сопровождать, сопутствовать Soph.