τριχοφυής

Revision as of 20:45, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ές,

   A growing or getting hair, Dsc.2.76.18: τριχοφυές, = τριχομανές, Apul. Herb.47 (interpol.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχοφυής: -ές, ὁ συντελῶν πρὸς τριχοφυΐαν, «τὸ δὲ ἄρκειον δοκεῖν τριχοφυὲς εἶναι ἀλωπεκιῶν» Διοσκ. Β΄, 94, σ. 218, Kühn.· τὸ τρ. = τριχομανές, Appul. Barbar. Herb. 47.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
1. αυτός που συντελεί στην έκφυση τριχών
2. το ουδ. ως ουσ. το τριχοφυές
το φυτό τριχομανές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + -φυής (< φύω / -ομαι, μέσω ενός ουδ. φύος), πρβλ. κερατο-φυής].