φάσσιον

Revision as of 21:05, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

τό, =

   A palumbina, Gloss.

Greek Monolingual

το, ΜΑ, και αττ. τ. φάττιον Α φάσσα / φάττα
1. υποκορ. του φάσσαἀλεκτρυόνιον, φάττιον, περδίκιον», Αθαν.)
2. κολακευτικό όνομα («νηττάριον ἂν καὶ φάττιον ὑπεκορίζεται», Αριστοφ.).