φάττα
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, Att. for φάσσα.
German (Pape)
[Seite 1259] ἡ, att. statt φάσσα, Ar. u. A.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
att. p. φάσσα.
Russian (Dvoretsky)
φάττα: ἡ атт. = φάσσα.
Greek (Liddell-Scott)
φάττα: ἡ, Ἀττ. ἀντὶ φάσσα.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(αττ. τ.) βλ. φάσσα.
Greek Monotonic
φάττα: ἡ, Αττ. αντί φάσσα, σε Αριστοφ.· υποκορ. φάττιον, τό, στον ίδ.