χρυσοπλόκαμος

Revision as of 21:25, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A goldenhaired, h.Ap.205, Tim.Pers.138.

German (Pape)

[Seite 1381] mit goldenen Locken, goldlockig, H. h. Ap. 205.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοπλόκᾰμος: -ον, ὁ ἔχων χρυσοῦς πλοκάμους, Ὕμν. Ὀμ. εἰς Ἀπόλλ. 205.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux boucles ou aux tresses d’or.
Étymologie: χρυσός, πλόκαμος.

Greek Monolingual

-η, -ο / χρυσοπλόκαμος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει χρυσούς πλοκάμους, χρυσομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + πλόκαμος «πλεξούδα» (πρβλ. ὀφιο-πλόκαμος)].

Greek Monotonic

χρῡσοπλόκᾰμος: -ον, χρυσόμαλλος, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσοπλόκᾰμος: златокудрый (Λητώ HH).

Middle Liddell

χρῡσο-πλόκᾰμος, ον,
golden-haired, Hhymn.