χρυσών

Revision as of 21:25, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ῶνος, ὁ,

   A treasure, PLips.102.7 (iv A. D.).

German (Pape)

[Seite 1383] ῶνος, ὁ, der Schatz, Nicet.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσών: -ῶνος, ὁ, θησαυρός, Βυζ.

Greek Monolingual

-ῶνος, ὁ, ΜΑ
θησαυροφυλάκιο
μσν.
στον πληθ. οἱ χρυσῶνες
οι κατασκευαστές χρυσών νομισμάτων σε νομισματοκοπείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσῶ «επιχρυσώνω» + επίθημα -ών, -ῶνος (πρβλ. ἀγ-ών)].