νομισματοκοπείο

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

το
κρατικό ίδρυμα στο οποίο κόβονται και εκτυπώνονται νομίσματα, μετάλλινα και χάρτινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νομισματοκόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1824 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά].