εἴλησις

Revision as of 10:30, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Att. εἵλ-, εως, ἡ, (εἰλέω)

   A eddy, vortex of wind, fire, etc., Plot.1.8.14, EM20.3, Sch.A.R.1.438, Phryn.374; revolution of heavenly bodies, Poll.4.156.

German (Pape)

[Seite 728] ἡ, das Wickeln, Zusammendrehen, Wirbeln, der Wirbelwind, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εἴλησις: Ἀττ. εἴλ-, εως, ἡ, (εἰλέω) περιστροφή, συστροφή, στρόβιλος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 438, Πολυδ. Δ΄, 156, Ζωναρ. σ. 629.

Spanish (DGE)

v. εἵλησις.
-εως, ἡ

• Alolema(s): εἵλ- Phryn.375, Poll.4.156, Gr.Nyss.Ep.25.6
I 1remolino, torbellinoβίαιος τοῦ ἀνέμου εἵ. Phryn.l.c., cf. EM α 295, αἱ τοῦ πυρός καμπαὶ καὶ εἰλήσεις Sch.A.R.1.438.
2 retorcimiento, curvatura διπλοῦ ἱμάντος σκολιά τις εἴ. Suet.Lud.15, ἡ εἴ. ἡ τῶν ἐντέρων ἐστὶ χορδή Sch.Ar.Ra.339D.
3 astr. rotación de los cuerpos celestes, Poll.l.c.
II arq. bóveda o cúpula τῆς εἱλήσεως τὸ σχῆμα τοῦ ὀρόφου ἐκ πλατέος εἰς ὀξὺν σφῆνα κατακλειούσης Gr.Nyss.Ep.25.6, cf. 11; cf. εἰλέω.

Greek Monolingual

(I)
εἴλησις, η (Α)
περιστροφή, συστροφή.
(II)
εἴλησις, η (Α)
η θερμότητα του ήλιου.

Russian (Dvoretsky)

εἴλησις: и εἵλησις, εως ἡ солнечный жар Plat., Arst., Plut.