βίαιος

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βίαιος Medium diacritics: βίαιος Low diacritics: βίαιος Capitals: ΒΙΑΙΟΣ
Transliteration A: bíaios Transliteration B: biaios Transliteration C: viaios Beta Code: bi/aios

English (LSJ)

[ῐ], α, ον, also ος, ον Pl.R. 399a, Philostr.VA1.33: (βία):—
A forcible, violent: Adj. once in Hom., ἔρδειν ἔργα βίαια Od.2.236, Adv. twice, by force, perforce, κατέδουσι βιαίως οἶκον Ὀδυσσῆος 2.237; γυναιξὶ παρευνάζεσθε βιαίως 22.37; freq. in all writers, ἔργα βίαια Thgn. 1343; νόμος ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον Pi.Fr.169; of persons, βιαιότατος τῶν πολιτῶν Th.3.36; χρόνος καταψήχει καὶ τὰ βιαιότατα Simon. 176; β. θάνατος a violent death, Hdt.7.170, Pl.R. 566b, etc.; β. νόσος S.Ant.1140(lyr.); β. ἄνεμος Arist.Mete.370b9; ἐπάρδευσις Epicur.Ep. 2p.44U. (Comp.); ὁ πόλεμος βίαιος διδάσκαλος = teaches by violence, Th. 3.82; δίκη βιαίων an action for forcible rescue, Harp.; τοῖς β. or τῶν βιαίων ἔνοχος, Lys.23.12, Pl.Lg.914e; βιαίων [ἐγκαλεῖ] D.37.33; τὰ [περὶ] τῶν βιαίων ibid.; συναλλάγματα βίαια, λαθραῖα, obligationes ex delicto, Arist.EN1131a8; κλοπαῖα καὶ β. Pl.Lg.934c. Adv. βιαίως, ἀποθανεῖν Antipho 1.26; β. σέλμα σεμνὸν ἡμένων in their irresistible might, A.Ag.182 (lyr.); χαλεπῶς καὶ β. by struggling and forcing their way, Th.3.23; firmly, σχεδίας β. ζεύξαντες Plb.3.46.1: neuter plural as adverb, A.Supp.821 (lyr.); πρὸς τὸ βίαιον Id.Ag.130; ἐκ τοῦ βιαιοτάτου D.H.10.36.
2 especially of magic, β. τέχνη Philostr.VA1.33. Adv. βιαίως, σοφός a wizard, ib.1.2.
II Pass., forced, constrained, opp. ἑκούσιος, πράξεις Pl.R. 603c; β. κίνησις, = παρὰ φύσιν κίνησις, Arist.Ph.254a9, cf. Pl.Ti.64d; τὸ βίαιον = οὗ ἔξωθεν ἡ ἀρχὴ μηδὲν συμβαλλομένου τοῦ βιασθέντος Arist.EN1110b15; ἡ β. τροφή, of the diet of athletes, Id. Pol.1338b41; πόνοι μὴ β. ib.1335b9; ὁ χρηματιστὴς (sc. βίος) β. τίς ἐστιν, Id.EN1096a6; βιαιότερος λόγος Jul. Or.6.191d. Adv. βιαίως, = παρὰ φύσιν, κινεῖσθαι Arist.Ph.253b34: Comp. βιαιοτέρως Gal.17(1).19.
2 = βιαιοθάνατος, PMag.Par.1.332.

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Alolema(s): jón. fem. -ίη Hp.Acut.(Sp.) 10
• Morfología: [-ος, -ον Pl.R.399a, Hp.Aër.15, 19, Philostr.VA 1.33]
A Ifís.
1 fuerte, violento
a) de elementos naturales πόντος Pi.Fr.140c.1, αὔρη ... πνέει ἐνίοτε β. Hp.Aër.15, cf. Arist.Mete.370b9, β. ἐπάρδευσις lluvia torrencial Epicur.Ep.[3] 100
neutr. como adv. τὴν θάλασσαν ... βιαιότερον τὴν ἐπίκλυσιν ποιεῖν Th.3.89;
b) de presiones naturales o producidas por trastornos fisiológicos esp. por el aire en el cuerpo, Hp.Acut.(Sp.) l.c., τάσις Gal.17(2).132, β. πάθημα παθεῖν sufrir violencia traumática Hp.Nat.Puer.30, Fract.3;
c) de la enfermedad violento, virulento νόσος S.Ant.1140, πυρετοί Hp.Epid.1.7
subst. τὰ βιαιότατα síntomas de gran virulencia Hp.Epid.1.2;
d) de anim. violento, indómito de caballos, X.Eq.Mag.1.14
neutr. como adv., de fieras βιαιότερον ... ἑαυτοὺς ἱεῖσιν Numen.27.24.
2 abusivo, impuesto por la fuerza, violento
a) de acciones y situaciones ἔργα Od.2.236, Thgn.1343, βίαια πολεμίων κακά E.Fr.645, κῆρες h.Hom.8.17, φόνος E.Andr.1242, θάνατος Sol.Lg.13, Hdt.7.170, Pl.R.566b, X.Hier.4.3, cf. Arist.Fr.32, Vett.Val.146.17, ἁρπαγή A.Fr.451k(l).5, ἀφαίρεσις Arist.Metaph.1022b31, op. ‘voluntario’ τῶν δὲ ἀκουσίων (συναλλαγμάτων) τὰ μὲν λαθραῖα ... τὰ δὲ βίαια Arist.EN 1131a8, πετροβολίας ἢ ἄλλου τινὸς βιαίου X.An.6.6.15, δουλεία Th.6.20, συναλλάγματα βίαια contratos obtenidos por la fuerza LXX Is.58.6, Ep.Barn.3.3, β. οὐδὲν ... δρᾶν Th.6.54, cf. X.An.5.5.20, τι βίαιον Th.8.66, cf. 3.39, Pl.Phd.113e, ἀρχή de los treinta tiranos, X.HG 2.3.19, cf. Pl.Lg.690c, 865a, δύναμις SB 5357.9 (V d.C.), unido a ἄνομος X.Cyr.1.3.17, cf. Mem.1.2.9, op. δίκαιον Arist.Pol.1253b22, neutr. plu. como adv. A.Supp.821, cf. Th.6.85
subst. τὰ βιαιότατα los máximos abusos de fuerza Simon.75.2D., Pi.N.7.67, Pl.Lg.934c, πρὸς τὸ βίαιον A.A.130, τὸ βίαιον op. τὸ εὐσεβές E.Fr.60.40 (p.41) Bond, δίκη βιαίων juicio por violencias o malos tratos Harp., cf. Lys.23.12, Pl.Lg.914e, D.37.33, ἐκ τοῦ βιαιοτάτου D.H.10.36
neutr. como adv. βιαιότερον ἀποθνήσκειν Th.8.48;
b) de pers. violento ἄνδρες E.Supp.308, cf. Th.1.40, 95, βιαιότατος τῶν πολιτῶν Th.3.36, cf. Pl.Lg.885a, Is.8.43, SB 4284.9, BGU 2061.4, 25 (ambos III d.C.), βιαίῳ χειρί E.Heracl.102, 106, cf. X.Mem.1.2.10, D.21.101, 43.78, PMonac. 74.6 (II d.C.), Hsch.
II 1forzado, obligado πόνοι A.Supp.830, cf. Arist.Pol.1335b9, ἐσφοραί Th.1.141, cf. 4.31, 5.73, πράξεις Pl.R.603c, Vett.Val.2.9, κατάποσις Hp.Coac.372, τροφή Arist.Pol.1338b41, γάμοι E.Io 445, ἀφροδίσια X.Hier.7.6, πάθος Arist.Cael.291a5, cf. EN 1110a1, λόγος Iul.Or.9.191d
forzado, antinatural op. φύσει o παρὰ φύσιν: κίνησις Arist.Ph.215a3, 230a30, ὁ δὲ χρηματιστὴς (βίος) βίαιός τις ἐστίν la vida del negociante es hasta cierto punto antinatural Arist.EN 1096a6, ἀντίληψις Plot.4.5.4
subst. ἔοικεν δὴ τὸ βίαιον εἶναι οὗ ἔξωθεν ἡ ἀρχή parece que lo forzado es aquello cuyo principio es externo Arist.EN 1110b16 (cf. A I 1 b)
subst. τὸ ... παρὰ φύσιν καὶ β. Pl.Ti.64d
neutr. compar. como adv. βιαιότερον ἀναγαγόμενοι Th.2.33.
2 forzoso, que obliga ἀνάγκη Pi.Fr.94a.17, Hp.Aër.19, δαιμόνων χάρις A.A.182, Arist.Cael.284a15, ὁ ... πόλεμος ... β. διδάσκαλος Th.3.82
de la magia τέχνη Philostr.VA 1.33, 6.10.
B adv. βιαίως
I fís., rel. c. seres vivos
1 por la fuerza κατέδουσι Od.2.237, cf. Pi.Fr.123.7, δμῳῇσιν δὲ γυναιξὶ παρευνάξεσθε β. Od.22.37, cf. A.A.183, Pl.Plt.291e, Chrysipp.Stoic.3.95, Lyc.357, BGU 648.9 (II d.C.).
2 con fuerza ὅταν ὁ μὲν τείνῃ β. Ar.Ra.1101, cf. Plb.3.46.1.
3 violentamente <ἄγοντ>α ... ἄνευ δίκας β. A.Eu.555, ἀποθανεῖν Gorg.B 11a.1, cf. Antipho 1.26, Ar.Ra.1142, Vett.Val.377.18, ἀκοντίζειν X.An.1.8.27, β. φθάνουσι se abren paso violentamente Th.3.23, cf. PSI 941.11 (II d.C.), PMasp.6re.3 (VI d.C.)
rel. la enfermedad violenta, virulentamente κοιλίαι ... β. καθυγραινόμεναι Hp.Epid.3.13, cf. Gal.17(1).119.
II 1forzosa, obligatoriamente διαβάλλουσιν ὡς βιαίως σοφόν Philostr.VA 1.2.
2 forzadamente κινεῖσθαι Arist.Ph.253b34, φθέγγεσθαι Arist.Aud.800b23, cf. Aristid.Quint.83.19.

German (Pape)

[Seite 444] auch 2 End., 1) gewaltthätig, ἔργα Od. 2, 236; Pind. N. 7, 67; Aesch. Prom. 739, u. sonst bei Tragg. u. in Prosa; Gegensatz πραΰς Plat. Legg. I, 645 a; θάνατος Rep. III, 566 b; τὰ βίαια καὶ κλοπαῖα Legg. XI, 934 c; vom Winde, Arist.; Paus. 10, 17, 11; δίκη βιαίων, Klage über erlittene od. beabsichtigte Nothzucht u. über gewaltthätige Entziehung eines Besitzthums, vgl. Meier att. Prozess S. 545 ff. – 2) erzwungen, Gegensatz ἑκούσιος Plat. Rep. X, 603 c Polit. 291 e; bes. was gegen die Natur ist, Tim. 64 d; Arist. Eth. 1, 5, 7 Polit. 7, 16 Phys. 4, 8. 5, 6. – Adv. βιαίως, gewaltsam, Od. 2, 237. 22, 37; Pind., Tragg. u. in Prosa, πρὸς τὸ βίαιον; ebenso Aesch. Ag. 130; auch βίαια, Suppl. 801; ἐκ τοῦ βιαίου Dion. Hal. 10, 36.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
I. violent : ἔργα βίαια OD actes de violence ; adv. • βίαια ESCHL, • πρὸς τὸ βίαιον ESCHL de force;
II. forcé, contraint, càd :
1 non volontaire;
2 non naturel;
Cp. βιαιότερος, Sp. βιαιότατος.
Étymologie: βία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βίαιος -α -ον en -ος -ον βία
1. gewelddadig; van pers..; βιαιότατος τῶν πολιτῶν de gewelddadigste van de burgers Thuc. 3.36.6; van zaken; ἔρδειν ἔργα βίαια gewelddaden begaan Od. 2.236; β. θάνατος een gewelddadige dood Hdt. 7.170.1; subst. τὸ βίαιον gewelddaad; adv. βιαίως op gewelddadige wijze:; βιαίως ἀποθανεῖν door geweld omkomen Thuc. 7.82.2; adv. βίαια:. με... βίαια δίζηνται λαβεῖν zij trachten mij met geweld te grijpen Aeschl. Suppl. 821; πρὸς τὸ βίαιον op gewelddadige wijze Aeschl. Ag. 130.
2. gedwongen:. βιαίους ἢ ἑκουσίας πράξεις gedwongen of vrijwillige daden Plat. Resp. 603c; β. τροφή streng dieet Aristot. Pol. 1338b41.

Russian (Dvoretsky)

βίαιος: и
1 чинящий насилие, насильничающий (Κῆρες HH; β. καὶ πλεονέκτης Thuc.; ἀνήρ Plut.);
2 насильственный (ἔργα Hom.; θάνατος Her., Plat.; τελευτή Arst.);
3 сильный, резкий (ἄνεμος Arst.);
4 вынужденный, подневольный, принудительный (πράξεις Plat.; τροφή Arst.);
5 жестокий, мучительный (νόσος Soph.);
6 искусственный, неестественный (παρὰ φύσιν καὶ β. Plat.; βίος Arst.).

Middle Liddell

[βία]
I. forcible, violent, ἔργα βίαια Od.; β. θάνατος a violent death, Hdt., Plat., etc.; ὁ πόλεμος β. διδάσκαλος is a teacher of violence, Thuc.:—adv., βιαίως by force, perforce, Od., Aesch., etc.; so, πρὸς τὸ βίαιον Aesch.
II. pass. constrained, compulsory, Plat.

English (Autenrieth)

violent; ἔργα, ‘deeds of violence,’ Od. 2.236.—Adv., βιαίως. (Od.)

English (Slater)

βῐαιος (superl. βιαιότατον) βιαίᾳ δαμεὶς ἀνάγκᾳ
1 by the force of Παρθ. 1. 1. μαλάσσοντες βίαιον πόντον (the force of the sea: v.l. βία τὸν unde βιατὰν coni. Bergk) *fr. 140c. 1* n. pro subs., force ἔν τε δαμόταις ὄμματι δέρκομαι λαμπρόν, οὐχ ὑπερβαλών, βίαια πάντ' ἐκ ποδὸς ἐρύσαις (N. 7.67) Νόμος ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειπί (v.l. βιαιῶν τὸ δικαιότατον) fr. 169. 3. adv., -ως, ἀποσυλᾶσαι βιαίως” by force (P. 4.110) περὶ χρήμασι μοχθίζει βιαίως perforce cf. Wil., S & S. 189̆{2} fr. 123. 7.

English (Abbott-Smith)

βίαιος, -α, -ον (< βία), [in LXX for אָנַשׁ, עַז, צַר, etc.;]
violent: Ac 2:2.†

English (Strong)

from βία; violent: mighty.

English (Thayer)

βιαια, βίαιον (βία), violent, forcible: A. V. mighty). (In Greek writings from Homer down.)

Greek Monolingual

-α και -η, -ο (AM βίαιος, -α, -ον)
1. αυτός που γίνεται με τη βία, που είναι αποτέλεσμα βίας
2. όποιος ενεργεί ή επιδρά με βιαιότητα
3. (για πρόσωπο) απότομος, σκληρός
4. (για άνεμο) δυνατός, ορμητικός
νεοελλ.
φρ.
1. «βίαιη προσαγωγή» — καταναγκαστικό μέτρο που επιβάλλεται με έκδοση σχετικού εντάλματος κατά του μάρτυρα που κλητεύθηκε νόμιμα και δεν εμφανίστηκε ενώπιον του δικαστηρίου
2. «βίαιος θάνατος» — θάνατος που προκαλείται από τυχαίο γεγονός ή εγκληματική ενέργεια
3. το ουδ. ως ουσ. βίαιο, το
ρητορικό σχήμα με το οποίο αποδεικνύονται ως αληθή ακριβώς τα αντίθετα από αυτά που είπε ο αντίδικος
αρχ.
1. αιφνίδιος, απότομος
2. άνομος, απάνθρωπος
3. το ουδ. ως ουσ. το βίαιον
η βιαιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βία + -ιος].

Greek Monotonic

βίαιος: -α, -ον και -ος, -ον (βία),
I. πειθαναγκαστικός, βίαιος· ἔργα βίαια, σε Ομήρ. Οδ.· βίαιος θάνατος, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.· ὁ πόλεμος βίαιος διδάσκαλος, ο πόλεμος είναι δάσκαλος της βίας, σε Θουκ.· επίρρ. βιαίως, με τη βία, καταναγκαστικά, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, πρὸςτὸν βίαιον, στον ίδ.
II. Παθ., αυτός που γίνεται διά της βίας, επιβεβλημένος, υποχρεωτικός, βεβιασμένος, καταπιεσμένος, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

βίαιος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Πλάτ. Πολιτ. 399Α· (βία)· - ἰσχυρός, σφοδρός, μετὰ βίας καὶ ἀνάγκης, - τὸ ἐπίθ. ἅπαξ παρ’ Ὁμ., ἔρδειν ἔργα βίαια Ὀδ. Β. 236· ἀλλὰ τὸ ἐπίρρ. δίς, διὰ τῆς βίας, κατέδουσι βιαίως οἶκον Ὀδυσσῆος Β. 237· γυναιξὶ παρευνάζεσθε βιαίως Χ. 37· - ἀκολούθως παρ᾿ ἅπασι τοῖς συγγραφ., Θέογν. 1343· χρόνος καταψήχει καὶ τὰ βιαιότατα Σιμων. 90· β. θάνατος, οὐχὶ φυσικός, Ἡρόδ. 7. 170, Πλάτ., κτλ.· β. νόσος Σοφ. Ἀντ. 1140· ὁ πόλεμος β. διδάσκαλος, διδάσκαλος μετὰ βίας, Θουκ. 3. 82· - δίκη βιαίων, δίκη περὶ βιαίας καταλήψεως, τοῖς β. ἔνοχος Λυσ. 167. 3· συναλλάγματα βίαια, προσβολαί, ἀδικήματα κατὰ τοῦ προσώπου, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 2, ἐν τέλ. - Ἐπίρρ., βιαίως ἀποθανεῖν Ἀντιφῶν 114. 13· ἀλλά, βιαίως σέλμα σεμνὸν ἡμένων, ἐν τῇ ἀκαταγωνίστῳ αὐτῶν ἰσχύϊ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 183· βιαίων [ἐγκαλεῖ] Δημ. 976. 7· τὰ περὶ τῶν βιαίων ὁ αὐτ. 976. 10· χαλεπῶς καὶ βιαίως, ἀγωνιζόμενοι καὶ ἐξαναγκάζοντες τὴν πορείαν των, Θουκ. 3. 23· οὕτω καὶ οὐδ. πληθ. βίαια Αἰσχύλ. Ἱκ. 821· καὶ πρὸς τὸ βίαιον ὁ αὐτ. Ἀγ. 130· ἐκ τοῦ β. Διον. Ἁλ. 10. 36. ΙΙ. παθ., διὰ βίας γενόμενος, ἐπιβληθείς, ἀναγκαστικός, ἀλλαχοῦ βεβιασμένος, ἀντίθ. τῷ ἑκούσιος, Πλάτ. Πολιτ. 603C, Ἀριστ., κ. ἀλλ.· ἀντίθ. τῷ φύσει (φυσικός, ἐκ φύσεως), Πλάτ. Τιμ. 64D, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 5, 8· τὸ β. = οὗ ἔξωθεν ἡ ἀρχὴ μηδὲν ξυμβάλλοντος τοῦ βεβιασμένου αὐτόθι 3. 1. 12· ἡ β. τροφή, ἐπὶ τῆς τῶν ἀθλητῶν διαίτης, ὁ αὐτ. Πολ. 8. 4, 7· οὕτω, πόνοι β. αὐτόθι 7. 16, 13· - Ἐπιρρ. –ως, = παρὰ φύσιν ὁ αὐτ. Φυσ. 8. 3, 8, πρβλ. 9.

Chinese

原文音譯:b⋯aioj 比埃哦士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:(有)力(的)
字義溯源:暴力的,兇暴的;源自 (βία)*=力
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 暴(1) 徒2:2

English (Woodhouse)

compulsory, violent, acting with violence, done under compulsion

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού ἐνεργεῖ βίαια, ἀναγκαστικός). Ἀπό το βία, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Léxico de magia

-ον 1 que ha tenido una muerte violenta de personas invocadas ἀγωγὴ ἐπὶ ἡρώων ἢ μονομάχων ἢ βιαίων encantamiento por medio de difuntos, gladiadores o muertos de forma violenta P IV 1391 P IV 1394 aludiendo a su ropa ῥάκος ἀπὸ βιαίου ἐλλύχνιον ποιήσας ἅψον λύχνον haz una mecha con ropa de uno muerto violentamente y enciende una lámpara P II 145 P II 171 su sangre εἰς φύλλον δάφνης ἐπίγραψον ζμύρνᾳ μετὰ αἵματος βιαίου en una hoja de laurel escribe con mirra mezclada con sangre de uno muerto violentamente P IV 2207 P IV 2887 huesos ἐνθήσεις δὲ εἰς τὸ στόμα τοῦ κυνὸς ἀπὸ ἀνθρώπου κεφαλῆς βιαίου ὀστέον mete en la boca del perro un hueso de la cabeza de uno muerto violentamente P IV 1885 su tumba τίθεσαι ἡλίου δύνοντος παρὰ ἀώρου ἢ βιαίου θήκην ponlo junto a la tumba de uno muerto prematuramente o de forma violenta P IV 333 2 adv. βιαίως = violentamente βαυκύων, ἐξορκίζω σε, Κέρβερε, κατὰ τῶν ἀπαγξαμένων καὶ τῶν νεκρῶν καὶ τῶν β. τεθνηκότων perro ladrador, te conjuro, Cérbero, por los ahorcados, los difuntos y los que han muerto violentamente P IV 1914

Lexicon Thucydideum

violentus, violent, forcible, 1.40.1, 1.95.1, 3.36.6, 3.39.2, 3.82.2, 6.20.2, 6.54.4, 8.66.2,
coactus, necessitate expressus, forced, compelled by necessity, 1.141.5,
vehemens, violent, vehement, 5.73.4,
COMP. 4.31.5, [vulgo commonly βεβαιοτέρα].

Translations

Armenian: բուռն; Bulgarian: бурен, яростен; Catalan: violent; Chinese Mandarin: 暴力, 強烈, 强烈; Czech: prudký; Danish: voldsom; Dutch: gewelddadig, geweldig, hevig; Finnish: raju; French: violent; Galician: violento; Georgian: შმაგი, გააფთრებული, მძვინვარე; German: heftig, gewaltig, brutal, gewalttätig; Greek: βίαιος; Ancient Greek: βίαιος, σφοδρός; Hebrew: אלים‎; Hungarian: heves; Irish: foréigneach; Italian: violento; Japanese: 激しい; Latin: violentus; Maori: whakarawarawa, taikaha, pūkeri, pūkerikeri, kuruki; Middle English: violent; Occitan: violent; Old English: hetelīċ; Polish: gwałtowny; Portuguese: violento; Romanian: violent; Russian: неистовый; Serbo-Croatian Cyrillic: насилан, жѐсток; Roman: násilan, žèstok; Slovene: silen; Spanish: violento; Swedish: våldsam; Tocharian B: räskare; Yiddish: העפֿטיק‎