εὐτρεπισμός

Revision as of 10:35, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ὁ,

   A preparation, Simp.in Ph.793.7, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτρεπισμός: ὁ, «ἑτοιμασία» Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ο (Μ εὐτρεπισμός) ευτρεπίζω
τακτοποίηση, συγύρισμα
μσν.
προπαρασκευή, προετοιμασία.