ον,
A distended, of a viper's belly, in Comp., Gal.14.265, Aët.13.23.
-ον, Α(σχετικά με την κοιλιά φιδιού) εξογκωμένος, φουσκωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κόλπος (πρβλ. ά-κολπος, βαθύ-κολπος)].