πρόκολπος

Revision as of 10:45, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A distended, of a viper's belly, in Comp., Gal.14.265, Aët.13.23.

Greek Monolingual

-ον, Α
(σχετικά με την κοιλιά φιδιού) εξογκωμένος, φουσκωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κόλπος (πρβλ. ά-κολπος, βαθύ-κολπος)].