ἀμυχώδης
English (LSJ)
ες,
A chapped, ἐξανθίσματα Hp.Coac.435.
German (Pape)
[Seite 133] ες, mit Ritzen und Rissen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμυχώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ἀμυχῇ, ἐξάνθημα Ἱππ. Κωακ. 189Α: - ἐπὶ τοῦ ἄνθους τῆς ῥοιᾶς, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 1. 13, 5.
Spanish (DGE)
-ες parecido a rasguños ἐξανθίσματα Hp.Coac.435.
Greek Monolingual
ἀμυχώδης, -ες (Α) ἀμυχή
όμοια με αμυχή, γεμάτος σκασίματα, ραγάδες.