ἀνακαμπή

Revision as of 11:35, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ,

   A bend at the end of a rod, Bito50.10; of a tube, Hero Spir.1.8, 2.33.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακαμπή: ἡ, κάμψις, Βίτων Μηχ. σ. 108.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
curva, codo κόρακας σιδηροῦς ... ἔχοντας δύο ἀνακαμπάς Bito 50.9, de un tubo, Hero Spir.1.8, 2.33.

Greek Monolingual

η (Α ἀνακαμπή) ἀνακάμπτω
κάμψη, κύρτωμα προς τα επάνω ή προς τα πίσω, στροφή, γύρισμα.