ἀνάρτησις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A suspension, Thphr.Lass.10, Sor.2.85; crucifixion, Suid.: metaph., ἡ κατὰ τὴν ὑπόστασιν ἀ. Aristid.Rh.1p.480S.; ἡ εἰς νοῦν ἀ. Procl.Inst.202. 2 metaph., suspension, = withholding, χορηγίας ἄρτων Just.Nov. 88 tit.
German (Pape)
[Seite 206] ἡ, das Verbindlichmachen, Verbindlichkeit.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάρτησις: -εως, ἡ, ἀνακρέμασις, «ὅτι ἡ ἀνάρτησις ποιεῖ συμπάθειαν τῶν νεύρων καὶ φλεβῶν» Θεοφρ. Ἀποσπ. 7. 10. - βασανιστήριον, «ἀναρτήσεις τοῦ ἀθλίου» Εὐστ., «ἡ ἐπὶ ξύλου καθήλωσις» Σουΐδ.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I 1suspensión τῶν ποδῶν Sor.149.13
•conexión ref. a las piernas ἡ ἀ. ποιεῖ συμπάθειαν τῶν νεύρων καὶ φλεβῶν Thphr.Lass.10.
2 crucifixión Sud.
3 fig. dependencia ἀκολουθεῖ γὰρ τῇ κατὰ τὴν ὑπόστασιν ἀναρτήσει ... ἄλλο ἐπαχθῆναι νόημα sigue a la dependencia creada por la hipóstasis (figura ret. de ampliación) que sea inducida otra idea Aristid.Rh.1.480, εἰς νοῦν ἀ. Procl.Inst.202.
II suspensión, corte χορηγίας ἄρτων Iust.Nou.88 tít.