suspensión
From LSJ
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
Spanish > Greek
αἰώρησις, βάσταγμα, βασταγή, βασταγμός, ἀνάληψις, ἀνάρτησις, ἀνάσχεσις, ἄρτημα, ἄρτησις, ἐγκλεισμός, ἐκεχειρία, ἐκκρέμασις, ἐκκρεμασμός, ἐνάρτησις, ἐξάρτησις