ἀποπάτημα

Revision as of 12:45, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ατος, τό,

   A dung, ἀλώπεκος Eup.284, cf. Ael. NA3.26.

German (Pape)

[Seite 318] τό, Stuhlgang, Eupol. B. A. 433; Ael. N. A. 3, 26.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπάτημα: τό, κόπρος, ἀποπάτημ’ ἀλώπεκος Εὔπολ. ἐν «Χρυσῷ γένει» 15˙ πρβλ. ἀποτράγημα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
déjection, excrément.
Étymologie: ἀποπατέω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Prosodia: [-πᾰ-]
deposición, excremento Hp.Morb.2.46, Gal.8.257, ἀλώπεκος Eup.306, ἀνθρώπου Ael.NA 3.26, αἰγῶν Sch.Nic.Th.932.

Greek Monolingual

το (Α ἀποπάτημα)
περίττωμα, ακαθαρσία.