ἀποσκέπτομαι

Revision as of 12:45, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

not found in pres. (v. ἀποσκοπέὠ,) fut. ἀποσκέψομαι. aor. ἀπεσκεψάμην:—

   A examine, Plu.3.582d, ἔς τι Hp.Mul.1.11.

German (Pape)

[Seite 324] = ἀποσκοπέω, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκέπτομαι: ἄχρ. ἀποθ., ἐξ οὗ τὸ ἀποσκέψομαι μέλλ. τοῦ ἀποσκοπέω: ― ῥηματ. ἐπίθ. ἀποσκεπτέον, πρός τι Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 6, 7.

French (Bailly abrégé)

fut. ἀποσκέψομαι;
observer de loin ou d’en haut ; observer, examiner, acc..
Étymologie: ἀπό, σκέπτομαι.

Spanish (DGE)

1 atender, tener en cuenta c. ἐς y ac. ἐς τὴν χροιήν Hp.Mul.1.11, ἐς τὴν δύναμιν τοῦ σώματος Hp.Mul.2.110, ἐς τὸ οὖλον σῶμα Hp.Mul.1.16, 66, cf. 2.133 (p.284).
2 c. ac. observar, estudiar τοὺς εἰσιόντας οἵτινές εἰσιν Plu.2.582d.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσκέπτομαι: Plut., только fut. = ἀποσκοπέω.