ἀσυνετοποιός

Revision as of 13:05, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

όν,

   A nonsensical, Sch.Ar.Ra.1286.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυνετοποιός: -όν, ὁ ἀσύνετα ποιῶν, μωρός, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1319, ὁ Βεκκ. ἔχει ἀσύνετα ποιοῦντα διῃρημένως.

Spanish (DGE)

-ον
carente de sentido, absurdo τοῦτο λέγει χλευάζων ὡς ἀσυνετοποιόν Sch.Ar.Ra.1286.

Greek Monolingual

ἀσυνετοποιός, ο (Μ) ασύνετος
ανόητος, μωρός.