ἀσυνετοποιός
English (LSJ)
όν,
A nonsensical, Sch.Ar.Ra.1286.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνετοποιός: -όν, ὁ ἀσύνετα ποιῶν, μωρός, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1319, ὁ Βεκκ. ἔχει ἀσύνετα ποιοῦντα διῃρημένως.
Spanish (DGE)
-ον
carente de sentido, absurdo τοῦτο λέγει χλευάζων ὡς ἀσυνετοποιόν Sch.Ar.Ra.1286.
Greek Monolingual
ἀσυνετοποιός, ο (Μ) ασύνετος
ανόητος, μωρός.