ἀσκαύλης
English (LSJ)
ου, ὁ, (
A ἀσκόσ bagpiper, Mart.10.3, Gloss.
German (Pape)
[Seite 370] ὁ, Sackpfeifer, Dio Chrys. or. 71.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκαύλης: -ου, ὁ, (ἀσκὸς) ὁ παίζων τὸν ἄσκαυλον, τὴν «ἀσκομαντοῦραν» ἢ «γκάϊδαν», ἴδε Reisk. εἰς Δίωνα Χρυσ. 2. 381.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ lat. ascaules, gaitero, PSAAthen.43ue.1.3, 5, 7, 2.6 (II d.C.), Mart.10.3, Not.Tir.107.11 (cf. αὐλεῖν τῷ τε στόματι καὶ ταῖς μασχάλαις ἀσκὸν ὑποβάλλοντα D.Chr.71.9).
Greek Monolingual
ἀσκαύλης, ο (Α)
αυτός που παίζει τον αυλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός + -αύλης < αυλώ (-έω) < αυλός].