Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αυλώ

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25

Greek Monolingual

(-έω) (Α) αυλός
Ι.1. παίζω αυλό
2. παίζω μουσική
II. (-ούμαι)
1. (για μελωδία) εκτελούμαι με αυλό ή με τη συνοδεία αυλού
2. (για κλειστό χώρο) αντηχώ από τη μελωδία αυλού
3. (για πρόσωπα) διασκεδάζω, ή βαδίζω στη μάχη με τη συνοδεία αυλού.