ἀστέϊσμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A witticism, Tz.H.4.780.
German (Pape)
[Seite 375] τό, Scherz, Sp.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
plu. ocurrencias, ingeniosidades πηγὴ τοῖς ἀρχαίοις ὁ ποιητὴς οὐ σπουδαίων μόνον, ἀλλὰ καὶ ὅσα ἐν ἀστεΐσμασι Eust.630.1, τοῖς ἀστεΐσμασι τὸ σκυθρωπὸν ἐλάσω Tz.H.4.779.
Greek Monolingual
ἀστέϊσμα, το (Μ) αστεΐζομαι
ευφυολόγημα, πνευματώδης λόγος.