ἐπίκρυψις

Revision as of 14:30, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A concealment, Str.2.3.8, Plu.Nic.23; νούσων latencies, quiescences, Aret.CD1.5 (pl.).

German (Pape)

[Seite 954] ἡ, Verbergung, Verheimlichung, Sp., wie Plut. Nic. 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίκρῠψις: -εως, ἡ, τὸ ἐπικρύπτειν, Πλουτ. Νικ. 23, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 5.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
dissimulation.
Étymologie: ἐπικρύπτω.

Greek Monolingual

ἐπίκρυψις, ἡ (AM) επικρύπτω
η απόκρυψη νοήματος ή έννοιας.

Greek Monotonic

ἐπίκρυψις: -εως, ἡ, μυστικότητα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίκρυψις: εως ἡ
1) скрывание, сокрытие (ἐπικρύψεως αἱ πράξεις δέονται Plut.);
2) закутывание (τῇς κεφαλῆς Plut.).

Middle Liddell

ἐπίκρυψις, εως [from ἐπικρύπτω
concealment, Plut.