επικρύπτω

From LSJ

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282

Greek Monolingual

ἐπικρύπτω (Α)
1. καλύπτω, κρύβω («ὅδ’ ἀνήρ χείρας φονίας ἐπικρύπτει», Αισχύλ.)
2. μέσ. κρύβω τον σκοπό μου («ἐπεκρύπτοντο γὰρ ὅμως ἔτι τῶν πεντακισχιλίων τῷ ονόματι», Θουκ.).