μυστικότητα
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is a performance, you came, you saw, you departed
Democritus, fr. 115 D-Kη
1. το να είναι ή να τηρείται κάτι μυστικό
2. το να κρατάει κάποιος ένα μυστικό, η εχεμύθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυστικός. Η λ., στον λόγιο τ. μυστικότης, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].