ἐναποστηρίζομαι
English (LSJ)
Med.,
A fix oneself in. or on, ἐς τὴν γλῶσσαν Hp.Acut.(Sp.).9, cf. Placit.2.20.10.
German (Pape)
[Seite 828] (s. στηρίζω), sich darauf stämmen, εἴς τι, Hippocr.; Stob. ecl. phys. 1, 26.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναποστηρίζομαι: μέσ., στηρίζω ἐμαυτὸν ἐντός τινος ἢ ἐπί τινος, ὁκόταν... ἐς τὴν γλῶσσαν ἐναποστηρίζωνται (αἱ φλέβες) Ἱππ. 397. 39, Στοβ. Ἐκλογ. 1. 528.
Spanish (DGE)
confluir en, fijarse en c. giro prep. ἐς τὴν γλῶσσαν (αἱ φλέβες) Hp.Acut.(Sp.) 9, εἰς ὃν (ἥλιον) ... ἀκτῖνες ἐναποστηρίζονται Placit.2.20.10 (= Diog.Apoll.A.13).
Greek Monolingual
ἐναποστηρίζομαι (Α)
1. στηρίζομαι πάνω σε κάτι
2. μπήγομαι («Διογένης κισηροειδῆ τὸν ἥλιον εἰς ὅv ἀπὸ τοῡ αἰθέρος ἀκτῑνες ἐναποστηρίζονται», Στοβ.).