ἐναποστηρίζομαι

From LSJ

Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete

Plato, Symposium, 192e10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναποστηρίζομαι Medium diacritics: ἐναποστηρίζομαι Low diacritics: εναποστηρίζομαι Capitals: ΕΝΑΠΟΣΤΗΡΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: enapostērízomai Transliteration B: enapostērizomai Transliteration C: enapostirizomai Beta Code: e)naposthri/zomai

English (LSJ)

Med., fix oneself in. or on, ἐς τὴν γλῶσσαν Hp.Acut.(Sp.).9, cf. Placit.2.20.10.

Spanish (DGE)

confluir en, fijarse en c. giro prep. ἐς τὴν γλῶσσαν (αἱ φλέβες) Hp.Acut.(Sp.) 9, εἰς ὃν (ἥλιον) ... ἀκτῖνες ἐναποστηρίζονται Placit.2.20.10 (= Diog.Apoll.A.13).

German (Pape)

[Seite 828] (s. στηρίζω), sich darauf stämmen, εἴς τι, Hippocr.; Stob. ecl. phys. 1, 26.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναποστηρίζομαι: μέσ., στηρίζω ἐμαυτὸν ἐντός τινος ἢ ἐπί τινος, ὁκόταν... ἐς τὴν γλῶσσαν ἐναποστηρίζωνται (αἱ φλέβες) Ἱππ. 397. 39, Στοβ. Ἐκλογ. 1. 528.

Greek Monolingual

ἐναποστηρίζομαι (Α)
1. στηρίζομαι πάνω σε κάτι
2. μπήγομαι («Διογένης κισηροειδῆ τὸν ἥλιον εἰς ὅv ἀπὸ τοῦ αἰθέρος ἀκτῖνες ἐναποστηρίζονται», Στοβ.).