ἐπεγερτικός
English (LSJ)
ή, όν,
A awakening, Arist.Pr.886a9. II stimulating, ἐ. ὁρμῆς Plu.2.138b; ἐ. εἰς τὰ ἀφροδίσια Cat.Cod.Astr.2.197.
German (Pape)
[Seite 908] ή, όν, aufweckend, ermunternd, Plut. conj. praec. A. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεγερτικός: -ή, -όν, ὁ ἐξεγείρων ἐκ τοῦ ὕπνου, Ἀριστ. Προβλ. 6. 5· διεγερτικός, μέλος τι τοῖς ἵπποις ὁρμῆς ἐπεγερτικὸν Πλούτ. 2. 138B. - Ἐπίρρ. -κῶς, δι’ ἐξεγέρσεως, ἐπεγερτικῶς ἀπονυστακτέον Κλήμ. Ἀλ. Ι. 492C.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à réveiller, à exciter, gén..
Étymologie: ἐπεγείρω.
Greek Monolingual
ἐπεγερτικός, -ή, -όν (Α)
εγερτικός
1. αυτός που σηκώνει από τον ύπνο, που ξυπνά κάποιον
2. αυτός που ερεθίζει, διεγείρει («μέλος... ὁρμῆς ἐπεγερτικόν», Πλούτ.).
Russian (Dvoretsky)
ἐπεγερτικός:
1) пробуждающий от сна (ἀρχή Arst.);
2) способный возбуждать, возбуждающий (ὁρμῆς Plut.).