ἐπιδρομικός
English (LSJ)
ή, όν,
A hasty, cursory, summary, S.E.M.5.3 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 939] ή, όν, eilig, schnell, Sext. Emp. adv. astrol. 3 im compar.
Greek Monolingual
ἐπιδρομικός, -ή, -όν (Α) επιδρομή
αυτός που γίνεται επιδρομάδην, βιαστικός, εσπευσμένος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδρομικός: стремительный, поспешный Sext.