επιδρομάδην

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source

Greek Monolingual

ἐπιδρομάδην (Α)
επίρρ.
1. επιτροχάδην, πολύ γρήγορα
2. βιαστικά, απρόσεχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δρομ-άδην (< δρόμος)].