ἐφέργω

Revision as of 15:50, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A confine, ὕδωρ Tab.Heracl.1.131.

Greek Monolingual

ἐφέργω (Α)
1. κατακρατώ, περιορίζω
2. (ειδ. για το νερό) εμποδίζω τη ροή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἔργω, επικ. τ. του εἴργω / εἵργω «εγκλείω, περικλείω»].