ἐφευρετικός

Revision as of 15:55, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ή, όν,

   A inventive, Sch. Od.1.349.

German (Pape)

[Seite 1116] ή, όν, erfinderisch, Schol. Od. 1, 349.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐφευρετικός, -ή, -όν) εφευρέτης
αυτός που έχει την ικανότητα να εφευρίσκει, ο επινοητικός, ο ευρεσίτεχνος.