εφευρέτης
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
Greek Monolingual
ο, θηλ. εφευρέτις και εφευρέτρια (ΑΜ ἐφευρέτης, ὁ, θηλ. ἐφευρέτρια, Μ και 'φευρετής)
νεοελλ.
αυτός που κάνει μια εφεύρεση
μσν.-αρχ.
αυτός που επινοεί, αυτός που μηχανεύεται (α. «εφευρέτης του τηλεφώνου» β. ἐφευρετὰς κακῶν», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφευρέτης (< εφευρίσκω). Οι λ. εφευρέτις και εφευρέτρια μαρτυρούνται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Ν. Κοντοπούλου].