εως, ἡ
A, (ἐκνίζω) washing, Hsch.
[Seite 770] ἡ, das Auswaschen, Sp.
ἔκνιψις: -εως, ἡ, (ἐκνίζω) «ἀπόσμηξις, κάθαρσις» Ἡσύχ.
-εως, ἡ purificación, lavado Hsch.
ἔκνιψις, (Α)κάθαρση.