ἑρμίν

Revision as of 16:10, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

(Hdn.Gr.2.431) or ἑρμίς (Philem. 226), ῖνος, ὁ,=ἕρμα,

   A bedpost, Od.8.278,23.198, Herod.3.16.

French (Bailly abrégé)

att. c. ἑρμίς.

Greek Monolingual

ἑρμίν, -ῑνος και ἑρμίς, -ῑνος, ο (Α)
έρμα το στήριγμα του κρεβατιού, το πόδι του κρεβατιού, το στρίποδο.

Russian (Dvoretsky)

ἑρμίν: ῖνος ὁ Hom. = *ἐρμίς.