ὑποσαρκίδιος

Revision as of 17:00, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ῐδ], ον,

   A under the flesh or skin, Hp.Morb.1.3, v.l. in Acut.(SP.) 52, Dsc.3.45.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποσαρκίδιος: [ῐ], -ον, ὁ ὑπὸ τὴν σάρκα, ὑπὸ τὸ δέρμα, Ἱππ. 405. 15., 447. 14.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βρίσκεται κάτω από το δέρμα ή από την σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σάρξ, σαρκός + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. περικνημ-ίδιος)].