ῥάκωμα

Revision as of 17:15, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ατος, τό, in pl.,= ῥάκη,

   A rags, Ar.Ach.432.

German (Pape)

[Seite 833] τό, = ῥάκος, Lumpenzeug, Ar. Ach. 407.

Greek (Liddell-Scott)

ῥάκωμα: τό, (ῥᾰκόω) ἐν τῷ πληθ., = ῥάκη, ῥάκια, Ἀριστοφ. Ἀχ. 432.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
vêtement déguenillé, haillon.
Étymologie: ῥακόω.

Greek Monolingual

-ώματος, τὸ, Α
κουρελάκι, μικρό απομεινάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εμφατικός τ. < ῥάκος + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πέπλ-ωμα: πέπλος)].

Greek Monotonic

ῥάκωμα: -ατος, τό, σε πληθ., = ῥάκη, ῥάκια, κουρέλια, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ῥάκωμα: ατος (ᾰ) τό лохмотья, отрепье, ветошь Arph.

Middle Liddell

ῥάκωμα, ατος, τό, [from ῥᾰκόω]
in pl., = ῥάκη, rags, Ar.